Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Το καλύτερο δώρο


Το καλύτερο δώρο




Το παρόν κείμενο αποτελεί σε κάποια μέρη προϊόν μυθοπλασίας και έλαβε μέρος στο διαγωνισμό ''Λογωτέχνης'' του περιοδικού art magazine.

Απλά ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας :)


Ήταν Παρασκευή πρωί, το Σάββατο είχε γενέθλια και εγώ είχα ξεχυθεί στους δρόμους για να βρω το καλύτερο δώρο να του πάρω. Οι φίλοι με είχαν συμβουλέψει να του αγοράσω μια πένα. Έτσι βρέθηκα μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο που είχε ότι πένα ήθελες. Ωραίες, κομψές, ελκυστικές, βαριές, φθηνές, ακριβές. Μου άρεσε πολύ μια χρυσή, δεν θυμάμαι τη μάρκα ήταν αλλά ήταν από εκείνες τις ακριβές που δίνουν κύρος στον άντρα. Ήμουν ένα βήμα πριν δώσω όλες τις οικονομίες μου για να την αγοράσω. Ταίριαζε με την καρδιά του, ήταν χρυσή. Όμως κάτι με σταμάτησε. Αξίζει να εκφράσεις την αγάπη σου με κάτι τόσο υλικό, αναρωτήθηκα. Ήταν απλά μια πένα. Όσο ακριβή κι αν ήταν δε μπορούσε να αγγίξει σε αξία το μέγεθος της αγάπης μου για εκείνον. Έτσι απλά άλλαξα γνώμη και συνέχισα τη βόλτα μου. Κάθε βήμα μου συνοδευόταν από την σκέψη του. Είχε κάνει τόσο όμορφο καιρό εκείνη τη μέρα, ήλπιζα και η επόμενη να ήταν τόσο φωτεινή. Ο δρόμος μου με έβγαλε μπροστά από την Πινακοθήκη. Εκεί μου ήρθε μια λαμπρή ιδέα. Μήπως τελικά να δημιουργούσα κάτι εγώ από το να το αγοράσω, σκέφτηκα. Αν μπορούσα να αποτυπώσω στον καμβά όλες αυτές τις υπέροχες στιγμές που περάσαμε μαζί ίσως κατάφερνα να δημιουργήσω το καλύτερο δώρο. Υπήρχε και πάλι ένα εμπόδιο. Ο καιρός που υπήρξα ζωγράφος είχε περάσει προ πολλού και το ταλέντο μου μάλλον με είχε αποχαιρετίσει για να μπορέσω να φτιάξω τόσο εύκολα κάτι όμορφο αλλά και εντυπωσιακό. Μια μικρή απογοήτευση κυρίευσε το πρόσωπο μου και σκοτείνιασε το διάβα μου. Βλέπεις οι ανάγκες της εποχής με απομάκρυναν από την τέχνη μου. Αγαπούσα τόσο να εκφράζω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου, τους προβληματισμούς μου μέσω της ζωγραφικής, μικρές δημιουργίες αποτυπωμένες από βρεγμένα πινέλα και λερωμένα με χρώματα χέρια. Όμως εκείνες οι εποχές πέρασαν, αναγκάστηκα να ακολουθήσω άλλους δρόμους, να μάθω να εκφράζομαι με άλλες γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, οικονομικά. Η τέχνη ποτέ δεν τάισε κανέναν, έτσι μου έλεγε η γιαγιά μου. Μια πικρία αναρριχήθηκε από την καρδιά μου. Θυμήθηκα όταν μου έφεραν δώρο μια μάσκα κάποτε. Ήταν από αυτές τις πορσελάνινες που κοσμούν τους τοίχους. Μικρή και ανόητη δεν άφησα τη γιαγιά να την στολίσει. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτή η μάσκα. Τα χρυσά της βλέφαρα, τα ροδοκόκκινα χείλη της ακόμα και τα φτερά που κοσμούσαν το μέτωπο της μου δημιουργούσαν μια περίεργη αίσθηση που δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω. Αναρωτιόμουν ποιο πρόσωπο να κρυβόταν από πίσω της, αλλά αυτό δυστυχώς δεν θα το μάθαινα ποτέ. Παρόλ’ αυτά δεν το έβαλα κάτω, προσπάθησα να αποτυπώσω με την τέχνη μου όλα τα πρόσωπα που έβλεπα σε αυτή τη μάσκα. Μου είχε γίνει εμμονή. Για μέρες ζωγράφιζα, ξανά και ξανά, χρωμάτιζα, έσβηνα, έσκιζα φύλλα, τα ξαναχρωμάτιζα. Μέρες ατελείωτες που υποκινούνταν από ένα στόχο. Φαίνεται όμως πως κάποιον τον ενοχλούσα. Βλέπεις καθώς μικρή και ανόητη είχα κάνει άνω κάτω το σπίτι της γιαγιάς με χρώματα και πινέλα παντού. Δεν με ένοιαζε τι γινόταν γύρω μου παρά μόνο η επίτευξη του στόχου μου. Αδιαφορούσα για την καθαριότητα του σπιτιού. Αγνοούσα τις απειλές της γιαγιάς αν δε συμμορφωνόμουν. Θα στη σπάσω έλεγε. Χάλια μου το έκανες το σπίτι με τις μπογιές. Αν δε τα μαζέψεις θα καταλήξουν στα σκουπίδια μαζί με την καταραμένη μάσκα που σου πήρε ο θείος σου. Και έτσι όπως συνέχιζα να αγνοώ τη γιαγιά μου και το σπίτι της, μια μέρα μετά από χιλιάδες τέμπερες που είχα αδειάσει, αρπάζει την μάσκα και την κάνει χίλια κομμάτια. Κάτι παρόμοιο με μίσος με κυρίευσε. Αλλά δεν ήταν μίσος. Από τη μία ήθελα να αρπάξω το άγαλμα που κοσμούσε το σαλόνι της και να το σπάσω, από την άλλη ήθελα να είχα μια σούπερ κόλλα που να έκανε την μάσκα μου όπως και πριν. Αλλά όπως λένε όταν σπάσει το γυαλί δε ξανακολλάει. Άλλωστε μετά από λίγο καιρό είχα βρει άλλο παιχνίδι και είχα ξεχάσει τη σπασμένη μάσκα με τα πολλά κρυμμένα πρόσωπα. Εκεί κάπου ήταν και που χώρισα με την τέχνη της ζωγραφικής. Τώρα πια μεγάλωσα και είχα άλλα πράγματα να μου τρώνε το χρόνο. Επέστρεψα στην Παρασκευιάτικη πραγματικότητα μου. Έπρεπε να βρω ένα δώρο για τον εκλεκτό της καρδιάς μου όμως οι αναμνήσεις και η σύγχυση στο μυαλό μου με απομάκρυναν από το ψάξιμο και γύρισα σπίτι με άδεια χέρια. Αφού χαλάρωσα στον πολύτιμο μου καναπέ αποφάσισα να κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα. Να του προσφέρω ένα δείπνο στη βεράντα μου υπό το φως του φεγγαριού επιμελημένο αποκλειστικά και μόνο από εμένα και την φαντασία μου. Το βράδυ του Σαββάτου δεν άργησε να έρθει , ούτε και εκείνος. Τον υποδέχτηκα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ένα καυτό φιλί. Χρόνια Πολλά αγάπη μου. Ήταν το πιο ωραίο δείπνο που είχαμε ποτέ. Ακόμη και η φύση συνωμότησε μαζί μου για να είναι όλα στην εντέλεια. Το βράδυ συνεχίστηκε με μια ρομαντική βόλτα στα πάρκα της παραλίας, εκεί κοντά στον Λευκό Πύργο συναντήσαμε άλλους ερωτευμένους να χορεύουν Τανγκό ξυπόλητοι πάνω στο γρασίδι υπό τη μουσική που έπαιζε ένας πλανόδιος με το βιολί του. Μείναμε αρκετή ώρα σφιχταγκαλιασμένοι και συνεπαρμένοι από το ταξίδι της μουσικής και το πάθος που χόρευαν. Μακάρι μια κάμερα να μπορούσε να απαθανατίσει αυτή τη στιγμή, έτσι θα κρατούσε για πάντα. Η μουσική σταμάτησε και το Τανγκό έφτασε στο τέλος του. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και καθώς διασχίζαμε την πλατεία Αριστοτέλους για να φθάσουμε σπίτι, μου εξομολογήθηκε: Σε ευχαριστώ αγάπη μου, ήταν τα καλύτερα γενέθλια της ζωής μου. Εύχομαι να συνεχίζεις να φωτίζεις έτσι κάθε μέρα της ζωής μου.
Τελικά τα υλικά αγαθά δεν κρατάνε για πάντα, όπως και τα διαμάντια, οι στιγμές είναι που μένουν και γι αυτό χαίρομαι που δεν διάλεξα κάτι τόσο άψυχο για να εκφράσω την τόσο ζωντανή αγάπη μου για εκείνον.