Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Ο μπόμπιρας

 

Άλλο ένα εργασιακό πρωινό ολοκληρώθηκε υποδεχόμενο το μεσημέρι.

 Κατεβήκαμε τα σκαλιά του κτιρίου σχεδόν τρέχοντας, να προλάβουμε να γυρίσουμε σπίτι, να βάλουμε μαγιό, να τρέξουμε να γευτούμε άλλη μια φθινοπωρινή βουτιά. 

Βαδίζοντας προς το άγαλμα της Ελευθερίας για να πάρω το αμάξι μου. 

Τέτοια ώρα, τέτοιο καιρό, ερημιά συνήθως. Όχι πλέον. Το άγαλμα δεν στέκεται πια εκεί μόνο του. Γύρω γύρω άνθρωποι, άλλου χρώματος, άλλης θρησκείας, άλλων ονείρων. 

Ανάμεσα τους και ένας μαύρος μπόμπιρας. Τόσο δα μικρός να τρέχει πίσω από τη μάνα του, τρώγοντας μια μπανάνα. Γεμάτος χαμόγελα. Σα να μη βρίσκεται μίλια μακριά από την γενέθλια πατρίδα του. Σα να βρισκόταν από πάντα σε αυτό τον τόπο που οι πιο πολλοί παριστάνουν πως δε τον θέλουν. 

Γύρω από το άγαλμα της Ελευθερίας και άλλοι, πιο μεγάλοι από αυτόν. Κάνουν βόλτες. Τους άφησαν να βγουν βόλτα στην πόλη. 

Μετά τη Μεγάλη φωτιά και αφού έφτιαξαν νέα σπίτια σε νέα χώματα, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από τη Μόρια. Βγήκαν να πάρουν τον αέρα τους στην πόλη, να ψωνίσουν και να κάνουν βόλτα.

 Και αυτός ο μπόμπιρας ο μαυριδερός, τόσο δα μικρός. Σαν μεγάλος άνθρωπος να περπατάει καταμεσής του δρόμου, σα να μην υπάρχουν κίνδυνοι, ούτε αυτοκίνητα, σα να είναι όλος ο δρόμος δικός του και όλη η προκυμαία μη σου πω. 

Κι η μάνα του πιο μπροστά, να περπατά αμέριμνη αλλά και ελεύθερη, χωρίς να μοιάζει να έχει έννοιες. Σαν ήταν Ελληνίδα μάνα, ο μπόμπιρας δε διάβαινε ούτε μισό βήμα χωρίς να κρατάει χέρι. Και σαν τρώει τη μπανάνα μοναχός.

 Άλλη πατρίδα βλέπεις. Άλλες έννοιες, άλλοι τρόποι. Μα σαν βαδίζει προς το άγαλμα της Ελευθερίας, είναι πραγματικά ελεύθερος.